- ἀποκαλυφθῆναι
- быть открытойбыть открытым открытие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀποκαλυφθῆναι — ἀποκαλύπτω uncover aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)